ροπάλιον

ροπάλιον
τὸ, Α [ῥόπαλον]
1. μικρό ρόπαλο
2. τμήμα κύλικα ή σκύφου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥοπάλια — ῥοπάλιον Cultes Egyptiens neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροπαλία — η, Ν ζωολ. σύμπλοκο αισθητήριο όργανο στις παρυφές τού σκιαδίου τών τραχυμεδουσών, τών ναρκομεδουσών και ορισμένων σκυφοζώων, το οποίο φέρει μια στατοκύστη, ένα οσφρητικό βοθρίο, ένα νευρικό γάγγλιο και ένα οφθαλμίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”